Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Το καλοκαίρι της αγανάκτηση



Υπήρχαν σκόρπιες σταγόνες από δω κι' από κει.
Χάνονταν μέσα στη ξεραΐλα του τοπίου όπως τα λόγια που εύκολα τα ξεχνάς, είτε τα έχεις πει, είτε τα έχεις ακούσει. Σε χέρσα γη εξαϋλώνεται κάθε προσπάθεια συλλογής νερού, πόσο μάλλον όταν  αυτό πέφτει σαν παραφωνία μέσα σε μια έρημη από σκέψη χώρα. όταν προσπαθείς να μαζέψεις σταγόνες για να γεμίσεις ένα ποτήρι νερό που θα σε ξεδιψάσει απ' τα όσα σε κάνουν να λιώνεις, αγωνία, αγανάκτηση, θυμό, αβεβαιότητα, άγχος...
Σειρά από λέξεις που μόνο με την εκφορά τους νιώθεις να σε πνίγουν.
Ένα ποτήρι  καθαρού λόγου θέλεις, πραγματικής υπόστασης των λεγομένων, σιγουριά πως άκουσες καλά και κατάλαβες. Ένα ποτήρι κρυστάλλινης αλήθειας, διάφανης, απολαυστικής αλήθειας, έστω κι αν αυτή σε μαχαιρώνει.
Να ναι αλήθεια κατά πρόσωπο και όχι πισώπλατη.
Αντρίκια, μπεσαλίδικια, που δεν έχει λόγο να μην εκφραστεί. Ακόμα κι αν πρέπει να ειπωθεί με το μεγαλύτερο κόστος, να είναι εκεί παρούσα καθαρτήρια σαν το ποτάμι που θέριεψε και πότισε τη τριγύρω  χέρσα γη.  Και να είναι καλοκαίρι που θα συμβεί. Να έχουμε πόρτες και παράθυρα διάπλατα ανοικτά.
Ανοικτά στη κάθε νέα πρόκληση, στη κάθε νέα ανατροπή που θα ξεκολλήσει επιτέλους τη παθητική αδράνεια, τον ωχαδερφισμό, την αδιαφορία απ τη ζωή μας με εκείνο το περίφημο...δόξα το θεό. Δόξα το θεό γιατί; Συνήθως γιατί δεν μας έτυχε εμάς αυτό που έτυχε σε κάποιον άλλο. Δεν κλέψανε εμάς, δεν σκοτώσανε τον πατέρα μας, δεν χάσαμε τη θεσούλα μας, δεν χάσαμε τα όποια προνόμιά μας. Ρώτα όμως όσους έχουν υποστεί κάτι απ όλα αυτά. 
Ρώτα εκείνο το τύπο που άκουσα να λέει στο Σύνταγμα σε έναν άλλον δίπλα του ...-Φιλαράκι μου έχω να φάω δύο μέρες.
Το άκουσα και δεν πίστευα στα αυτιά μου.
Δεν ήταν απ αυτούς τους περιθωριακούς τύπους που (πιστεύω) έχουν επιλέξει ένα τρόπο ζωής. Η εμφάνισή του σαν όλους μας. Η καθαρότητα του προσώπου του όπως κι η δική μας. Ένας από εμάς. Απλά στη πιο δύσκολη μεριά της αγανάκτησης. Ο συνομιλητής του τον πήρε μαζί του λέγοντάς του... - Πάμε για σουβλάκι. Τώρα κερνώ εγώ κι όταν μπορέσεις κερνάς εσύ.
Ναι αυτό είναι καλοκαίρι σκέφτηκα.
Απ ότι κατάλαβα χωρίς να θέλω να μπω πιο μέσα στη κουβέντα τους μόλις είχαν γνωριστεί και θα μοιραζόντουσαν ένα 5ευρω.
Για μια πρόσκαιρη ικανοποίηση της πείνας.
Δευτερόλεπτα μετά ακούστηκαν οι πρώτες βροντές και το χειροκρότημα του κόσμου αμέσως μετά τόσο πηγαίο και καθάριο που ήταν σαν να συμφωνούσε η φύση με την αγανάκτηση.
Οι δύο αγανακτισμένοι χάθηκαν προς τη Πανεπιστημίου. 
Η ένταση του κόσμου, σαν τα μικρά παιδιά που παίζουν στη βροχή των συναισθημάτων και το χαμόγελο άρχισε να παίρνει τη θέση του.
Αυτό το χαμόγελο που μας έχουν στερήσει εδώ και χρόνια τώρα.
Ίσως γιατί οι μαύρες ψυχές των εκάστοτε κυβερνώντων θεωρούν πως έχουν το μοναδικό προνόμιο στη χαρά. 'ισως γιατί το στενό τους περιβάλλον χωράει μόνο όγκο των δικών τους οραμάτων και φυσικά μόνο για προσωπική προβολή. Το ΕΓΩ των εξουσιαστών, αυτών που πανεύκολα μπορούν να δημιουργήσουν νόμους, διατάξεις, παραθυράκια πάνω σε αυτά, και παράλληλα να έχουν καταστρατηγήσει και υπονομεύσει κάθε άλλη προσπάθεια των αγαθών προθέσεων κυρίως του απλού κόσμου. Αυτό θέλουν πιστεύω. Να είναι εχθροί μας. Ένα κράτος εχθρός του πολίτη του. Ένα κράτος εχθρικό σε κάθε υγιή προσπάθεια για πρόοδο, για ευημερία.

Μέσα απ τα χρόνια που πέρασαν πιστεύω πως όλοι μας έχουμε στιγμές αγανάκτησης, Στιγμές όμως και απόλαυσης.
Σκεφτείτε μόνο πότε νιώσατε χαρά και πότε αγανάκτηση.
Όλες οι χαρούμενες στιγμές μας ήταν προσωπικές, με φίλους, κολλητούς, συγγενείς, γνωστούς ακόμα και άγνωστους, πάντα όμως σε προσωπικό επίπεδο.
Σκεφτείτε και τι σας έκανε να αγανακτίσεται τώρα. Πάντα μα πάντα αυτό το κράτος δημιουργούσε μόνο προβλήματα στη καθημερινότητα μας. Απ' το να περπατήσουμε σε ένα σωστό πεζοδρόμιο, μέχρι στο να διεκπεραιώσουμε κάποια εργασία σε σχέση με το δημόσιο και όχι μόνο φυσικά. Εάν έκανες δε το λάθος να πιστέψεις τα προεκλογικά τους λόγια τότε η αγανάκτηση και η οργή ξεχείλιζαν.
Κάπως έτσι φτάσαμε λοιπόν στη Πλατεία Συντάγματος.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο να γίνουν ποτάμι ορμητικό οι λιγοστές σταγόνες στις μεταξύ μας συζητήσεις που πάντα είχαν σαν τελική φράση ...άστα να πάνε στο διάολο. 
Αυτή η τελευταία δε, μετά το δόξα το θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: